Στις 30 Ιανουαρίου κάθε χρόνο γιορτάζουμε τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών, όπως καθιερώθηκε από το 1100 μ.Χ.. Η γιορτή τους, από το 1842, λέγεται και Γιορτή των Γραμμάτων, μια και οι Τρεις Ιεράρχες ήταν Μεγάλοι Δάσκαλοι αλλά και Πατέρες της Εκκλησίας.
Η γιορτή τους είναι γιορτή της παιδείας και των γραμμάτων, γιορτή των δασκάλων και των μαθητών. Είναι γιορτή τόσο Σχολική όσο και Χριστιανική. Σχολική είναι, γιατί οι Τρεις Ιεράρχες, ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, σοφοί δάσκαλοι, φημισμένοι ρήτορες και συγγραφείς. Πρόσφεραν πάρα πολλά στα γράμματα, διαθέτοντας ολόκληρη την περιουσία τους. Χριστιανική είναι, γιατί και οι τρεις ήταν ευσεβείς Ιεράρχες, επιφανείς θεολόγοι, με κοινωνική προσφορά και φιλανθρωπικό έργο, που διέθεσαν τη ζωή τους στην πίστη τους για το Χριστό.
Μελέτησαν τους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς και φιλοσόφους, και κατόρθωσαν να συμφιλιώσουν το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα με την Χριστιανική Πίστη. Απέρριψαν τα ειδωλολατρικά στοιχεία και κράτησαν τις αρχές της διαλεκτικής σκέψης της ελληνικής παιδείας, ακολουθώντας τη συμβουλή του Αποστόλου Παύλου «να δοκιμάζουμε τα πάντα αλλά να κρατάμε το καλό».
Έστησαν έτσι γέφυρες ανάμεσα στο κλασικό και το σύγχρονο, ανάμεσα στη γνώση και την αρετή, ανάμεσα στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας και την πραγματική αλήθεια της αγάπης, ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, τον Ελληνισμό και το Χριστιανισμό.
Δικαιολογημένα η εποχή τους ονομάστηκε: «Χρυσός Αιώνας της Εκκλησίας».
Το έργο των Τριών Ιεραρχών είναι πολύ μεγάλο. Όλοι οι φτωχοί, οι άρρωστοι, τα ορφανά και οι ηλικιωμένοι έβρισκαν καταφύγιο κοντά τους. Η μεγάλη τους καρδιά και η χριστιανική ψυχή τους γίνονταν στέγη για όσους είχαν ανάγκη. Ήταν τόση η καλοσύνη και η φιλανθρωπία τους, που δεν υπολόγισαν τα πλούτη και τα χρήματά τους. Τίποτα δεν κράτησαν για τον εαυτό τους. Όλα τα υπάρχοντά τους τα διέθεσαν για να δώσουν χαρά στους συνάνθρωπούς τους.
Πολλές φορές οι Ιεράρχες με τα ίδια τους τα χέρια, έδεναν τις πληγές των αρρώστων. Τίποτε δεν τους φόβιζε. Ακόμη και τους λεπρούς περιποιούνταν.
Οι Τρεις Ιεράρχες ήταν και ιεραπόστολοι. Δίδασκαν τη Χριστιανική θρησκεία και το Λόγο του Θεού με πάθος, γεγονός που σε συνδυασμό με τη μεγάλη τους μόρφωση, τους έφερε αντιμέτωπους και εχθρούς με βασιλιάδες και άρχοντες.
Δίκαια, λοιπόν, ονομάστηκαν Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και Προστάτες των Γραμμάτων και των Σχολείων.
Με αφορμή την εορτή των Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων, πολιούχων της πόλης μας (28 Νοεμβρίου) αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα ενός άρθρου από την Ιερά Μητρόπολη Πολυανής και Κιλκισίου και μία ταινία που δημιούργησαν μαθητές και μαθήτριες του 2ου Πειραματικού ΓΕΛ Κιλκίς στα πλαίσια μίας καινοτόμου δράσης τους για το μάθημα των Θρησκευτικών.
"Οι προστάτες και πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς, Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες έζησαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363 μ.Χ.) ενώ η καταγωγή τους παραμένει άγνωστη.
Στη σύντομη βασιλεία του ο Ιουλιανός προσπάθησε να ανασυγκροτήσει την αυτοκρατορία με βάση τις φιλοσοφικές και ειδωλολατρικές πεποιθήσεις του. Πρωταρχικό μέλημα του Ιουλιανού ήταν η αποκατάσταση και επαναφορά της ειδωλολατρικής θρησκείας. Άνοιξε ξανά τους ναούς των ειδώλων, επέστρεψε τις περιουσίες τους και άρχισε προσφορά δημοσίων θυσιών. Ταυτόχρονα έλαβε μέτρα κατά των Χριστιανών «των Γαλιλαίων» όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσε. Τους απομάκρυνε από τα δημόσια αξιώματα, τους απαγόρευσε να φοιτούν στις διάφορες σχολές και αντικατέστησε τα χριστιανικά σύμβολα με ειδωλολατρικά. Πρόσταξε μάλιστα τους διοικητές των πόλεων να συλλαμβάνουν τους Χριστιανούς και αν δεν αρνούνταν το Χριστό να τους βασανίζουν μέχρι θανάτου.
Προκειμένου να ξεφύγουν από την μανία του Ιουλιανού, πολλοί κατέφυγαν στα όρη και τις ερημιές ενώ κάποιοι άλλοι διασκορπίσθηκαν σε άλλους τόπους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν οι Τιμόθεος, Κομάσιος, Ευσέβιος και Θεόδωρος οι οποίοι κατέφυγαν κατ’ αρχάς στην Θεσσαλονίκη. Δεν έμειναν όμως πολύ καιρό και στην πόλη αυτή και κατέφυγαν βόρεια, στην πόλη Στρώμνιτσα, που τότε ονομαζόταν Τιβεριούπολη.
Ο άγιος βίος τους προσέλκυσε και άλλους έντεκα ιερείς και μοναχούς της Τιβεριούπολης:
Όλοι μαζί οι άγιοι ζούσαν αγγελική ζωή, φώτιζαν τις ψυχές των ανθρώπων, ήλεγχαν την πλάνη των ειδώλων στην Τιβεριούπολη και την ευρύτερη περιοχή ενώ έλαβαν από τον μισθαποδότη Κύριο και το χάρισμα της θαυματουργίας, και μάλιστα των ιάσεων. Η ιεραποστολική και χριστιανική δράση των Δεκαπέντε εργατών του Ευαγγελίου διαδόθηκε και έφτασε ως την Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν διοικητές ο Ουάλλης και ο Φίλιππος, φανατικοί ειδωλολάτρες, τυφλά όργανα του Ιουλιανού. Ακούγοντας οι δυο την δράση των αγίων, έσπευσαν στην Τιβεριούπολη, τους συνέλαβαν και τους προσήγαγαν σε δημόσια δίκη. Εκεί τους επιτίμησαν και τους κατηγόρησαν ότι περιφρονούν τα διατάγματα του βασιλέως και πιστεύουν ως Θεό αυτόν που σταυρώθηκε με ληστές. Οι άγιοι, χωρίς δισταγμό και με θάρρος στον αληθινό Θεό, ομολόγησαν την πίστη τους, γεγονός που εξόργισε τους δυο διοικητές που αποφάσισαν την με ξίφος θανάτωση των αγίων.
Μετά την επιστροφή των χριστιανομάχων διοικητών στη Θεσσαλονίκη, οι πιστοί της Τιβεριούπολης πήραν τα ιερά λείψανα των αγίων, τα τοποθέτησαν σε λάρνακες, στις οποίες έγραψαν το όνομα, τη ζωή και το αξίωμά τους. Ήταν 28 Νοεμβρίου του 362 μ. Χ. Αργότερα ανήγειραν και μεγαλοπρεπή ναό, όπου τοποθετήθηκαν οι Δεκαπέντε λάρνακες. Δυστυχώς, εξαιτίας βαρβαρικών αλώσεων και καταστροφών τα λείψανα των αγίων χάθηκαν και μόνο το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου διασώθηκε, το οποίο επεστράφη στην Στρώμνιτσα και το κρατούσαν οι ευσεβείς Έλληνες της Στρώμνιτσας ως θησαυρό πολυτίμητο, στους δίσεκτους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς.
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου, ο ένδοξος ελληνικός στρατός, απελευθερώνει και την Στρώμνιτσα από τον βουλγαρικό ζυγό. Στις 26 Ιουνίου του 1913 εισέρχεται στην πόλη μια ίλη του ελληνικού ιππικού και την απελευθερώνει. Χαράς ευαγγέλια. Η πόλη πλημμυρισμένη από την κυανόλευκη υποδέχεται τους απελευθερωτές με το «Χριστός Ανέστη». Δυστυχώς όμως με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 26 Ιουλίου του 1913 η πόλη επιδικαζόταν στους Βουλγάρους. Το τρομακτικό νέο γνωστοποιείται τηλεγραφικώς στον τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Αρσένιο και εκείνος περίλυπος και με δάκρυα στα μάτια το ανακοινώνει στο ποίμνιό του. Τα άδικα και θλιβερά νέα διαδόθηκαν αστραπιαία. Η κατάφωρα άδικη απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων υποχρέωνε τους Στρωμνιτσιώτες να ζήσουν κάτω από το μένος των Βουλγάρων. Αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους πατρίδα και να καταφύγουν στην Ελλάδα, αφού πρώτα κάψουν τα σπίτια και τα ακίνητα υπάρχοντά τους, για να μην βρουν τίποτε οι Βούλγαροι.
Έτσι, ο Ελληνισμός της πανάρχαιας ελληνικής πόλεως Αιστραίον ή Τιβεριουπόλεως ή Στρώμνιτσας εγκατέλειπε την προγονική του γη. Πολλοί εξ αυτών των προσφύγων Στρωμνιτσιωτών εγκαταστάθηκαν στην ερειπωμένη από τον πόλεμο πόλη του Κιλκίς (περίπου 3.500) την οποία με πολύ ζήλο και αγάπη άρχισαν γρήγορα να την ανοικοδομούν. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη.
Οι Στρωμνιτσιώτες έφεραν μαζί τους στο Κιλκίς ως ιερά κειμήλια μια παλαιά εικόνα των Πεντεκαίδεκα ιερομαρτύρων, την οποία εναπόθεσαν σ’ έναν παλαιό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος κοντά στο Κοιμητήριο, τον οποίο μετονόμασαν σε ναό των Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων και μια παλιά Εικόνα του Αγίου Δημητρίου, την οποία εναπόθεσαν επίσης σε έναν παλαιό ναό του Αγίου Αθανασίου, που μετονόμασαν και αυτόν σε ναό του Αγίου Δημητρίου λόγω του ότι και στην Στρώμνιτσα υπήρχε ναός προς τιμήν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ο οποίος μάλιστα, ήταν ο Μητροπολιτικός ναός της πόλεως.
Ο μεγαλύτερος θησαυρός όμως που έφεραν από την πατρίδα είναι το ιερό λείψανο, το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου του Πρεσβυτέρου, ενός από τους Πεντεκαίδεκα, το οποίο εναπόθεσαν και αυτό στον μετονομασθέντα ναό. Οι Στρωμνιτσιώτες εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς γύρω από τους δύο προαναφερθέντες ναούς. Το 1967 με ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνα Συμεωνίδη του Ποντίου, προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας και προς το αρμόδιο Υπουργείο, καθιερώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Ιουλίου 1967 να εορτάζονται επίσημα ως πολιούχοι της πόλεως Κιλκίς και η ημέρα της γιορτής τους (28 Νοεμβρίου) ως αργία για τον τόπο.
Στα επόμενα χρόνια όμως ο παλαιός ναός έπαθε σημαντικές ζημιές από σεισμούς και γκρεμίσθηκε. Στις 12 Ιουνίου 1977 θεμελιώθηκε ο σημερινός ναός των αγίων, από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αμβρόσιο Στάμενα, τον μετέπειτα Παροναξίας, ιερατεύοντος του π. Σταματίου Χατζοπούλου. Τα θυρανοίξια του νέου ναού έγιναν στις 27 Νοεμβρίου 1989, ενώ τα Εγκαίνια στις 21 Οκτωβρίου 1990 ιερατεύοντος του π. Σταύρου Χριστοφορίδη.
Στο νέο πλέον ναό, βρίσκεται θησαυρισμένο και το ιερό λείψανο και η παλαιά εικόνα. Ο ευσεβής λαός του Κιλκίς, κάθε χρόνο στις 28 Νοεμβρίου, τιμά και γεραίρει την μνήμη των πολιούχων κα προστατών του Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων."
Όταν ο διοικητής του Ρούπελ είπε το θρυλικό «τα οχυρά δεν παραδίδονται, καταλαμβάνονται», δεν είχε προφανώς επίγνωση του άθλου που ήταν έτοιμος να κάνει, έναν άθλο που θα μετέφερε το στίγμα της γενναίας ελληνικής αντίστασης στα πέρατα της συμμαχικής Ευρώπης.
Ο υπερασπιστής του Οχυρού Ρούπελ ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος
Ως άλλος ένας σύγχρονος Λεωνίδας, ο διοικητής του οχυρού Γεώργιος Δουράτσος αρνείται να υποκύψει στον εχθρό, αρνείται να υπακούσει στο φιρμάνι για παράδοση που φτάνει στα αυτιά του και εκτοξεύει ένα «μολών λαβέ» που θα έκανε υπερήφανους τους αρχαίους Σπαρτιάτες για την πορεία του νεοελληνικού έθνους.
Με τους ταλαιπωρημένους και μπαρουτοκαπνισμένους στρατιώτες του έκανε μια τέτοια αντίσταση στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα που θα έστελνε το Ρούπελ του στην Ιστορία σαν άλλο παραμύθι. Σε πείσμα μάλιστα της ίδιας Ιστορίας που ήθελε το οχυρό να πέφτει εύκολα στη στρατιωτική παντοδυναμία της ναζιστικής λαίλαπας.
Ο Δουράτσος απέκρουσε όλες μα όλες τις επιθέσεις του γερμανικού συντάγματος, αφήνοντας τις σφοδρές μάχες να μαίνονται για μέρες. Η χώρα μας εντωμεταξύ συνθηκολογεί, ο Δουράτσος όμως εκεί, πολεμά για την τιμή των όπλων. Δεν πιστεύει μάλιστα τους απεσταλμένους των Γερμανών που του μεταφέρουν τα νέα για την ελληνική ήττα και τη συνθηκολόγηση που έχει υπογραφεί στη Θεσσαλονίκη και αντιγυρνά: «Ο αγών θα συνεχιστεί. Πάσαν δέ απόπειρα προσεγγίσεως του οχυρού θα συντριβεί»!
Αποκομμένος και περικυκλωμένος, μάχεται σαν αγρίμι και σταματά την ηρωική αντίσταση μόνο όταν καταφτάνει η επίσημη διαταγή για κατάπαυση του πυρός. Βγαίνει όμως από το Ρούπελ με το κεφάλι ψηλά ως νικητής, καθώς ξέρει ότι τον έπιασαν μόνο επειδή τον ανάγκασαν να παραδοθεί. Και την ώρα που βγαίνει, αντικρίζει τους Γερμανούς να του αποδίδουν στρατιωτικές τιμές! Ο διοικητής των εχθρών έβαλε τους άντρες του να παρουσιάσουν τα όπλα τους μονολογώντας πως τέτοια αντίσταση δεν είχε ξαναδεί.
Την απογοήτευση του Δουράτσου και των γενναίων του για την παράδοσή τους απάλυνε ελαφρώς η διαταγή του ίδιου του Χίτλερ που άφηνε τους ήρωες του Ρούπελ ελεύθερους. Ο ταγματάρχης Δουράτσος τιμήθηκε εκτεταμένα για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα και αποστρατεύτηκε το 1950 με τον βαθμό του υποστράτηγου…
Παρουσιάστηκε σήμερα, από το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού το Ψηφιακό Σχολείο. Επισυνάπτεται αναλυτικό ενημερωτικό σημείωμα και παρουσίαση του.